- ωτακουστικός
- η , ό[ν]1) слуховой; 2) акустический;
ωτακουστικό μηχάνημα — аппарпт для подслушивания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτακουστικό μηχάνημα — аппарпт для подслушивания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτακουστικός — ή, ό, Ν [ωτακουστώ] (για όργανο) αυτός που ενισχύει την ακοή, ακουστικός … Dictionary of Greek